- σταμνίας
- σταμν-ίας, ου, ὁ, Com. pr. n.,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σταμνίας — ὁ, Α κωμ. προσωνυμία τού πατέρα τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάμνος + επίθημα ίας (πρβλ. καπν ίας)] … Dictionary of Greek
σταμνίου — σταμνίας Wine jar masc gen sg σταμνίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταμνία — σταμνίᾱ , σταμνίας Wine jar masc nom/voc/acc dual σταμνίας Wine jar masc voc sg σταμνίᾱ , σταμνίας Wine jar masc voc sg (attic) σταμνίᾱ , σταμνίας Wine jar masc gen sg (doric aeolic) σταμνίας Wine jar masc nom sg (epic) σταμνίον neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταμνί' — σταμνία , σταμνίας Wine jar masc voc sg σταμνία , σταμνίας Wine jar masc nom sg (epic) σταμνίαι , σταμνίας Wine jar masc nom/voc pl σταμνίᾱͅ , σταμνίας Wine jar masc dat sg (attic doric aeolic) σταμνία , σταμνίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)